Shared Flashcard Set

Details

Quiz 18 (Lesson 10A irregular comparatives & superlatives
CL 101, B5-6, Colorado College
29
Language - Greek
Undergraduate 1
01/16/2018

Additional Language - Greek Flashcards

 


 

Cards

Term
ἀμείνων, ἄμεινον
Definition
better (< ἀγαθός, -ή, -όν (able, brave))
Term
ἄριστος, ἀρίστη, ἄριστον
Definition
best (< ἀγαθός, -ή, -όν (able, brave))
Term
βελτίων, βέλτιον
Definition
better (< ἀγαθός, -ή, -όν (virtuous))
Term
βέλτιστος, βελτίστη, βέλτιστον
Definition
best (< ἀγαθός, -ή, -όν (virtuous))
Term
κρείττων, κρεῖττον
Definition
better (< ἀγαθός, -ή, -όν (strong))
Term
κράτιστος, κρατίστη, κράτιστον
Definition
best (< ἀγαθός, -ή, -όν (strong))
Term
κακίων, κάκιον
Definition
worse (< κακός, -ή, -όν (cowardly))
Term
κάκιστος, κακίστη, κάκιστον
Definition
worst (< κακός, -ή, -όν (cowardly))
Term
χείρων, χεῖρον
Definition
worse (< κακός, -ή, -όν (lacking, less good))
Term
χείριστος, χειρίστη, χείριστον
Definition
worst (< κακός, -ή, -όν (lacking, less good))
Term
ἥττων, ἧττον
Definition
inferior, less (< κακός, -ή, -όν)
Term
ἥκιστος, ἡκίστη, ἥκιστον
Definition
least (< κακός, -ή, -όν)
Term
καλλίων, κάλλιον
Definition
finer (< καλός, καλή, καλόν)
Term
κάλλιστος, καλλίστη, κάλλιστον
Definition
finest (< καλός, καλή, καλόν)
Term
μείζων, μεῖζον
Definition
greater (< μέγας, μεγάλη, μέγα)
Term
μέγιστος, μεγίστη, μέγιστον
Definition
greatest (< μέγας, μεγάλη, μέγα)
Term
ἐλάττω, ἔλαττον
Definition
smaller, fewer (< μικρός, μικρά, μικρόν / < ὀλίγος, -η, -ον)
Term
μείων, μεῖον
Definition
smaller, fewer (< μικρός, μικρά, μικρόν / < ὀλίγος, -η, -ον)
Term
ἐλάχιστος, ἐλαχίστη, ἐλάχιστον
Definition
smallest (< μικρός, μικρά, μικρόν)
Term
ὀλίγιστος, ὀλιγίστη, ὀλίγιστον
Definition
fewest (< ὀλίγος, -η, -ον)
Term
πλείων, πλεῖον
Definition
more (< πολύς, πολλή, πολύ)
Term
πλεῖστος, πλείστη, πλεῖστον
Definition
most (< πολύς, πολλή, πολύ)
Term
ῥᾴων, ῥᾷον
Definition
easier (< ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον)
Term
ῥᾷστος, ῥᾴστη, ῥᾷστον
Definition
easiest (< ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον)
Term
θάττων, θᾶττον
Definition
swifter (< ταχύς, ταχεῖα, ταχύν)
Term
τάχιστος, ταχίστη, τάχιστον
Definition
swiftest (< ταχύς, ταχεῖα, ταχύν)
Term
Definition
(after a comparative) than (cf. Lesson 1) (p. 198)
Term
μᾶλλον
Definition
(adv.) more (< μάλα, superlative μάλιστα (Lesson 4)) (p. 198)
Term
ὡς
Definition
(before a superlative) as ... as possible (cf. Lesson 5 and 7) (p. 198)
Supporting users have an ad free experience!