Shared Flashcard Set

Details

Forming the aorist (simple past)
Examples of formation of the aorist tense in a selection of Modern Greek verbs
62
Language - Other
Not Applicable
05/01/2012

Additional Language - Other Flashcards

 


 

Cards

Term
διαβάζω
Definition
διάβασα
Term
μαγειρεύω
Definition
μαγείρεψα
Term
ανοίγω
Definition
άνοιξα
Term
κλείνω
Definition
έκλεισα
Term
γράφω
Definition
έγραψα
Term
παίζω
Definition
έπαιξα
Term
αγαπάω
Definition
αγάπησα
Term
αργώ
Definition
άργησα
Term
βοηθάω
Definition
βοήθησα
Term
εξηγώ
Definition
έξήγησα
Term
ζω
Definition
έζησα
Term
ζητάω
Definition
ζήτησα
Term
μιλάω
Definition
μίλησα
Term
ξυπνάω
Definition
ξύπνησα
Term
περπατάω
Definition
περπάτησα
Term
ρωτάω
Definition
ρώτησα
Term
σταματάω
Definition
σταμάτησα
Term
τηλεφωνώ
Definition
τηλεφώνησα
Term
τραγουδάω
Definition
τραγούδησα
Term
χαιρετάω
Definition
χαιρέτησα
Term
χρησιμοποιώ
Definition
χρησιμοποίησα
Term
γελάω
Definition
γέλασα
Term
διψάω
Definition
δίψασα
Term
πεινάω
Definition
πείνασα
Term
χαλάω
Definition
χάλασα
Term
περνάω
Definition
πέρασα
Term
ξεχνάω
Definition
ξέχασα
Term
καλώ
Definition
κάλεσα
Term
μπορώ
Definition
μπόρεσα
Term
πονάω
Definition
πόνεσα
Term
φοράω
Definition
φόρεσα
Term
είμαι
Definition
ήμουν
Term
έχω
Definition
είχα
Term
κάνω
Definition
έκανα
Term
ξέρω
Definition
ήξερα
Term
πάω/πηγαίνω
Definition
πήγα
Term
περιμένω
Definition
περίμενα
Term
βάζω
Definition
έβαλα
Term
βγάζω
Definition
έβγαλα
Term
δίνω
Definition
έδωσα
Term
καταλαβαίνω
Definition
κατάλαβα
Term
μαθαίνω
Definition
έμαθα
Term
μένω
Definition
έμεινα
Term
παίρνω
Definition
πήρα
Term
παραγγέλνω
Definition
παράγγειλα
Term
πέφτω
Definition
έπεσα
Term
πλένω
Definition
έπλυνα
Term
στέλνω
Definition
έστειλα
Term
τρώω
Definition
έφαγα
Term
φέρνω
Definition
έφερα
Term
φεύγω
Definition
έφυγα
Term
βλέπω
Definition
είδα
Term
λέω
Definition
είπα
Term
πίνω
Definition
ήπια
Term
μπαίνω
Definition
μπήκα
Term
βγαίνω
Definition
βγήκα
Term
βρίσκω
Definition
βρήκα
Term
ανεβαίνω
Definition
ανέβηκα
Term
κατεβαίνω
Definition
κατέβηκα
Term
έρχομαι
Definition
ήρθα
Term
γίνομαι
Definition
έγινα
Term
κάθομαι
Definition
κάθισα
Supporting users have an ad free experience!