Shared Flashcard Set

Details

English from Greek
Most of English words are coming from Ancient Greek words mainly from an alteration of the pronunciation. Αγγλικά ή Ομηρικά Ελληνικά. Ελέγξτε το!!!
46
Education
12th Grade
10/27/2012

Additional Education Flashcards

 


 

Cards

Term

 

 

AFTER

Definition
Αὐτάρ = μετὰ (Ὃμηρος)
Term

 

AMEN

Definition

LATIN: amen.

Τὸ γνωστὸ ἀμήν προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαιότατο Ἦ μὴν = ἀληθῶς,(Ἰλιάδα Ὁμήρου Ραψ.Β στ.291-301), ἠμὲν. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἠμέν εἶναι τὸ σημερινὸ ἀμέ!

Term

 

 

BANK

Definition

Ἀπό τὸ παγιῶ, πήγνυμι. Οἱ τράπεζες πῆραν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὰ πρῶτα "τραπέζια" (πάγκους) τῆς ἀγορᾶς

LATIN:pango

Term

 

 

BAR

Definition
Μάρα= ἐργαλεῖο σιδηρουργοῦ LATIN:barra
Term

 

 

BOSS

Definition
πόσσις = ὁ ἀφέντης τοῦ σπιτιοῦ
Term

 

 

BRAVO

Definition

Βραβεύω

Term
BROTHER
Definition

Φράτωρ = ἀδελφὸς

Latin:Frater

Term

 

 

CARE

Definition
καρέζω
Term

 

 

COLONIE

Definition
κολώνεια = ἀποικιακὴ πόλις
Term

 

 

DISASTER

Definition

δυσ-(οίωνος) + ἀστήρ =

dis + aster

Term

 

 

DOUBLE

Definition
διπλοῦς
Term

 

 

EXIST

Definition
ἐξ+ἲστημι = ἐξέχω, προέχω
Term

 

 

EXIT

Definition
ἒξιτε = ἐξέλθετε
Term

 

 

EYES

Definition
φάεα = μάτια
Term

 

 

FATHER

Definition
πατήρ
Term

 

 

FRAPPER

Definition
(F)ραπίζω = κτυπῶ
Term

 

 

HEART, CORE

Definition
κέαρ = καρδιὰ
Term
HUMOR
Definition
χυμόρ = χυμός (Στὴν Εὐβοϊκή διάλεκτο, ὃπως ἀαφέρεται καὶ στὸν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος, τὸ τελικὸ "ς" προφέρεται ὡς "ρ". Π.χ. σκληρότηρ ἀντὶ σκληρότης).
Term
ILLUSION
Definition
λίζω = παίζω
Term
KARAT
Definition
κεράτιον, (μικρό κέρας γιὰ τὴν στάθμιση τοῦ βάρους)σπόρος χαρουπίου.
Term
KISS ME
Definition
κύσσον με = φίλησέ με (κῠνέω,ἔκυσσα)
"κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε"(Ὅμηρος-Ὀδύσσεια Βιβλ.16 στ.15) βλ.προσκῠν-έω
Term
LORD
Definition
λάρς ἢ λαέρτης = ὁ Διοικητὴς τῶν Πελασγικῶν Ἀκροπόλεων Λαρισσῶν
Term
LOVE
Definition
'λάFω'= "θέλω πολὺ" (Ἀπό-λαυσις)
Term
MARMELADE
Definition

μελίμηλον = κυδώνι

Latin: melimelum

Term
MATURITY
Definition

μαδαρὸς= ὑγρὸς

Latin: maturus

Term
MEDICINE
Definition
μέδομαι,μήδομαι = σκέπτομαι, πράττω ἐπιδέξια,μέδω = φροντίζω
Term
MINE
Definition
Μινῶαι = λιμάνια τοῦ Μίνωα, ὃπου γινόταν ἐμπόριο μεταλλευμάτων. «Κρητῶν λιμένες, Μινῶαι καλούμεναι». (Διοδ.Σικελ.Ε'84,2).
Term
MODA , MODEL
Definition
μῆδος = σχέδιο
Term
MOKE
Definition
μῶκος = αὐυτὸς ποὺ χλευάζει
Term
MOTHER
Definition
μάτηρ, μήτηρ
Term
MOVE
Definition
ἀμείβου = κουνήσου
Term
MOW
Definition
ἀμάω = θερίζω
Term

 

 

PAUSE

Definition
παύση
Term

 

 

RESISTANCE

Definition
ῥᾶ + ἲστημι
Term

 

 

SERPENT

Definition
ρπετὸ. ἡ δασεῖα στὸ () προφέρεται ὡς σ = σερπετὸ.
Term
SEX
Definition

ξις. ἡ λέξη δασύνεται (καὶ ἡ δασεῖα μετατρέπεται σὲ σῖγμα:

 ξις = s + exis.

Term

 

 

SIMPLE

Definition

πλοῦς , ἡ λέξη δασύνεται ()

ἡ δασεῖα γίνεται σῖγμα;

πλοῦς= s+απλούς => simple).

Term

 

 

SPACE

Definition
σπίζω = ἐκτείνω διαρκῶς
Term

 

 

SPONSOR

Definition
σπένδω = προσφέρω ( σπονδή).
Term

 

 

TRANSFER

Definition
τρύω (διαπερνώ) + φέρω
Term

 

 

TURBO

Definition
τύρβη = κυκλική ταραχώδης κίνηση
Term

 

 

YES

Definition
γέ = βεβαίως
Term
WATER
Definition

Ύδωρ (νερό),

με το δ να τρέπεται σε τ

Term

 

 

DOLLAR

Definition
Τάλλαρον = καλάθι ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς μονάδα μέτρησης ποσότητας, βλ.σήμερα τελλάρο
Term

CLUB

Definition

κλωβός, κλουβί, μτφ κλειστός χῶρος, λέσχη

Term

HOUR

Definition

Ὥρα

ἡ δασεῖα = h

Supporting users have an ad free experience!